σιναπίδιον

σιναπίδιον
σῐνᾱπ-ίδιον, τό, Dim. of
A

σίναπι Alex.Trall.5.6

.
II = μίλτος, as if = σινωπίδιον (q.v.), Eust. ad D.P.1178.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιναπίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιναπίδι — το / σιναπίδιον, ΝΜΑ κοκκινόχωμα, βαφική ουσία, το σινωπίδιον*, η σινωπική* νεοελλ. νόσος τών φυτών, σκωρίαση τών σιτηρών αρχ. μικρό σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βιβλ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”